- τριχόβρως
- τριχόβρωςeating hairmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριχόβρως — ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, ῶτος, Α αυτός που τρώει τις τρίχες νεοελλ. ιατρ. μεταδοτική πάθηση τού τριχωτού τής κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα αρχ. (κυρίως στον πληθ.) oἱ τριχόβρωτες και τριχοβρῶτες οι σκόροι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
τριχόβρωτες — τριχόβρως eating hair masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek
τριχοτρώκτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σκόρος, τριχόβρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. τεκνο τρώκτης] … Dictionary of Greek